- χοροστατώ
- (ε) αμετ. церк, присутствовать на богослужении (об архиерее)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοροστατώ — χοροστατῶ, έω, ΝΜΑ [χοροστάτης] νεοελλ. (για αρχιερέα) προΐσταμαι κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίας μσν. αρχ. είμαι χοροστάτης* … Dictionary of Greek
χοροστατώ — χοροστατώ, χοροστάτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χοροστατώ — χοροστάτησα 1. για αρχιερέα, ιερουργώ, προΐσταμαι στην τέλεση της θείας λειτουργίας. 2. προΐσταμαι στο χορό (στην εκκλησία ή στο θέατρο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)